Στα βλέφαρά της τσουλιθράρανε
ως παιδάκια πρώτα, μιας νοσταλγιάς τ΄αλμυροδακρύγια.
Άλλοι τα νόμισαν τής κούρασης-με κάκοσμα τα χνώτα-
κι άλλοι πως ήταν τα γνωστά, τα της μοναξιάς βαρίδια.
Σαν πέφτανε στο πρόσωπο, άκουγες την πρώτη νότα:
Θλιβερόχαρα διασχίζαν τα μαγούλια της, σαν κοφτερά λεπίδια.
Όπως έκλεινε τα ματιά της
σφιχτά από τον πόνο, μ΄αλάργευ΄ ένα βλεφάρων της μελτέμι.
Ενώ καθόταν ήσυχη στα γονάτια της και μ΄έπαιρνε γι΄αδερφοκτόνο,
με κοίταζ΄ όπως θωρώ ΄γω τη ζωή,που μια σ΄τα φέρνει,μια σ΄τα παίρνει.
Με πήρε δια της θλίψης το φονιά,σα να ΄κρυβα για ΄κείνηνε το φθόνο,
την πεθυμιά να δείχνω αιτιά, όταν με δάκρυα τον τάφο της θα ραίνει.
Θυμάμαι τα μεγάλων΄ από ρυάκια
σε ποτάμια καημών, σ΄αστραφτερές Μαϊού θαλάσσες.
Σαν έπεφτε του ήλιου πάνω φως, σα Γεφύρια Στεναγμών
εμοιάζαν τα ουράνια τόξα στις μαύρες της κυκλιές, γιομάτες
χρώματα, διαμαντόλαμπαν στη θλίψη τους και στων καιρών
την άρνηση να λουζόμαστε σε νοσταλγόμορφους δακρύων καταρράχτες.
Θέαμα που ΄χαμε γίνει τότε
στην πραγματικότητα· γελούσ΄ η κακιά μητριά τής νοσταλγίας.
Ένα μονήρες δάκρυο στεκόταν απογοητευμένο απ΄τη σαθρότητα·
παραπλανημένο το ΄χαν: νόμιζε πως είν΄ διαμάντι στέρεο απελπισίας.
Μου θύμισ΄ εμένα, όταν υποστήριζα τη διαλλακτικότητα:
έτρεχα στα μαγούλι΄ αυτών που θυσίαζαν την αγνότητα
και τα όνειρα των σε βωμό, για χάρη μιας αξίας.
Βαλάντης Γαούτσης