Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νέοι συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νέοι συγγραφείς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Σεπτεμβρίου 2023

Το διήγημα ενός Ονείρου

10:28 π.μ. 0 Comments



Του Βαλάντη Γαούτση

Όταν το άρωμα του νυχτολούλουδου υπερισχύει
εκείνο του καπνού σου, ενόσω εσύ σε μια βεράντα
παλεύεις να καλύψεις έτσι τη μυρωδιά τής μοναξιάς σου,
τότε να ξέρεις πως, κάπου:
ένα Όνειρο, ροκανίζει τα δεσμά του,
αποφασισμένο να γίνει πραγματικότητα.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τί έχει να ζηλέψει κάθε Όνειρο απ΄την πραγματικότητα,
και θέλει να γίνει σαν και δαύτην.
Τόσος ζήλος πια για να μισηθείς;
Τα πάντα κι οι πάντες επιδιώκουν την εκθείαση και τη συμπάθεια,
και τα Όνειρα θα λέμε πως επιδιώκουν την καταστροφή τους;
Θέλω να πιστέψω, πως σχεδιάζουν κάτι.
Αλλιώς, ποια η ουσία να μοιάσεις στον εχθρό σου;
Δέχομαι με κλειστά τα μάτια να γίνω μέρος τού σχεδίου τους.
Άλλωστε, μια κρυφή περιέργεια για το
πώς είναι να είσαι πραγματικότητα, πάντα την είχα.

– Πολλοί πασχίζουν να κάνουν τα Όνειρα τους πραγματικότητα.
Εγώ αυτό το θεωρώ ωμή βία. –

Κάποτε, άκουσα για ένα Όνειρο που πραγματοποιήθηκε.

Ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα, τότε, όταν πραγματοποιήθηκε.
Την επομένη, μύριζε ο κόσμος νυχτολούλουδα.
Φύτρωσαν στον τάφο του και τον κάλυψαν ως απάνω.
Μόνο λίγα πέταλα απ΄τη βερβένα του Ελύτη,
ξεπετάγονταν για να σχηματίσουν το όνομα και την ημερομηνία
του χαμού εκείνου του Ονείρου.
Και ΄κείνο το κορίτσι απ΄τη βερβένα του Ελύτη πάλι, το μόλις κομμένο,
πέρναγε κάθε πρωί για να ποτίσει το μνήμα.
Ένας κύριος καθώς περνούσε,ρώτησε τ΄όνομά της,
κι εκείνη φοβισμένη, ενώ απομακρυνόταν, του αποκρίθηκε:
« Η πραγματικότητα μ΄ανάγκασε! »

Ο κύριος κοντοστάθηκε μπροστά στο μνήμα,
κι έκανε τα άνθη να δακρύσουν.
Αποφάσισα να ζυγώσω κι εγώ στο σημείο,
για να δω πιο καθαρά το γεγονός.
Τον παρατηρούσα, όσο εκείνος θλιμμένος κοίταζε το μνήμα.
Φορούσε ένα μπλε σακάκι.
Άοσμη, μα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Τον χτύπησα απαλά στον ώμο.
Με κοίταξε, και τον ρώτησα τ΄ όνομά του. Μου απάντησε:
– «Μη Με Λησμόνει».

(Που να ΄ξερα κι εγώ, ποιον είχα μπροστά μου.)
Σα να μ΄αναγνώρισε, εκνευρισμένος, έστριψε να φύγει.
Προσπάθησα επίμονα να τον κρατήσω,
να τον ρωτήσω γιατί αυτή η συμπεριφορά,
κι εκείνος, όλο ξέφευγε νευρικά απ΄τα χέρια μου,
σπρώχνοντάς με μακριά του.

Επέμεινα, και χάνοντας την ψυχραιμία μου,
του φώναξα ζητώντας του το λόγο για όλα αυτά.
Τί γύρευε μπροστά στο μνήμα τού Ονείρου θλιμμένος,
γιατί το κορίτσι έτρεξε φοβισμένο φωνάζοντας
«η πραγματικότητα μ΄ανάγκασε!»,
μα κυρίως, γιατί είναι εκνευρισμένος μαζί μου,
και γιατί τέλος πάντων δε μου μιλά.

Μ΄ έσπρωξε ξανά μακριά του, μα το λόγο, μου τον είπε…
– « Δε μιλώ σε υποκριτές και δη δολοφόνους. »


23 Σεπτεμβρίου 2023

Στενάζοντα-δακρύγια.Βαλάντης Γαούτσης

12:24 μ.μ. 0 Comments



Στα βλέφαρά της τσουλιθράρανε
ως παιδάκια πρώτα, μιας νοσταλγιάς τ΄αλμυροδακρύγια.
Άλλοι τα νόμισαν τής κούρασης-με κάκοσμα τα χνώτα-
κι άλλοι πως ήταν τα γνωστά, τα της μοναξιάς βαρίδια.
Σαν πέφτανε στο πρόσωπο, άκουγες την πρώτη νότα:
Θλιβερόχαρα διασχίζαν τα μαγούλια της, σαν κοφτερά λεπίδια.

Όπως έκλεινε τα ματιά της
σφιχτά από τον πόνο, μ΄αλάργευ΄ ένα βλεφάρων της μελτέμι.
Ενώ καθόταν ήσυχη στα γονάτια της και μ΄έπαιρνε γι΄αδερφοκτόνο,
με κοίταζ΄ όπως θωρώ ΄γω τη ζωή,που μια σ΄τα φέρνει,μια σ΄τα παίρνει.
Με πήρε δια της θλίψης το φονιά,σα να ΄κρυβα για ΄κείνηνε το φθόνο,
την πεθυμιά να δείχνω αιτιά, όταν με δάκρυα τον τάφο της θα ραίνει.

Θυμάμαι τα μεγάλων΄ από ρυάκια
σε ποτάμια καημών, σ΄αστραφτερές Μαϊού θαλάσσες.
Σαν έπεφτε του ήλιου πάνω φως, σα Γεφύρια Στεναγμών
εμοιάζαν τα ουράνια τόξα στις μαύρες της κυκλιές, γιομάτες
χρώματα, διαμαντόλαμπαν στη θλίψη τους και στων καιρών
την άρνηση να λουζόμαστε σε νοσταλγόμορφους δακρύων καταρράχτες.

Θέαμα που ΄χαμε γίνει τότε
στην πραγματικότητα· γελούσ΄ η κακιά μητριά τής νοσταλγίας.
Ένα μονήρες δάκρυο στεκόταν απογοητευμένο απ΄τη σαθρότητα·
παραπλανημένο το ΄χαν: νόμιζε πως είν΄ διαμάντι στέρεο απελπισίας.
Μου θύμισ΄ εμένα, όταν υποστήριζα τη διαλλακτικότητα:
έτρεχα στα μαγούλι΄ αυτών που θυσίαζαν την αγνότητα
και τα όνειρα των σε βωμό, για χάρη μιας αξίας.

Βαλάντης Γαούτσης 

«Παρακρατηθέν» της Χρύσας Βάσσου

12:05 μ.μ. 0 Comments



-Αρπαξαμε το τίποτα τη στιγμή που η ψυχή διψούσε για το ‘όλα’

-Ψιθυρισαμε ενδόμυχα φόβους, όταν μέσα μας ούρλιαζε το κάθε κύτταρο

-Φύγαμε κλείνοντας δειλά τις πόρτες και αφήνοντας πίσω μας ανθρώπους, την ώρα που η ανάγκη για κατάθεση ψυχής μετατράπηκε σε εγωισμό –

Συντηρήσαμε τα κορμιά μας σε κρεβάτια δανεικά, με ανθρώπους μιας χρήσης, για την ηδονή μιας βραδιάς, ενώ η καρδιά ζητούσε το ‘κάθε βραδιά’ Χαρήκαμε με όμορφα ψέματα γιατί φοβόμασταν να ακούσουμε άσχημες αλήθειες

-Ποθήσαμε ηλιοβασιλέματα με αγκαλιές και τρυφερά φιλιά, αλλά σωπάσαμε για να μην μας πουν χαζορομαντικούς κι ονειροπόλους

-Λαχταρήσαμε χάδια μητρικά, μα τέτοιες λαχτάρες θάφτηκαν μέσα βαθιά, καθώς ντραπηκαμε, τάχα γιατί τώρα μεγαλώσαμε πια γι’ αυτά

-Ακουμπήσαμε τα σώματα με βία, ενω θέλαμε να αγγίξουμε απαλά τις ψυχές -Ζητιανέψαμε λίγα ίσως, όταν η δύναμη του ‘Θέλω’ θα’ταν σωτήρια λύση

-Διασχίσαμε το δρόμο μέχρι την απέναντι γωνιά, ενώ η φαντασία έκανε ταξίδια μακρινά

-Πατούσαμε φρένο σε κάθε νέα πρόκληση, τη στιγμή που το τολμηρό παιδί που κρύβουμε μέσα μας φώναζε ‘γκάζι’ Πληγωθήκαμε. Ματώσαμε. Κλάψαμε.

Ανοίγαμε τις πληγές μας -σαν μια κακιά συνήθεια πια-, δίχως να τις επουλώνουμε. Ματώναμε και πονούσαμε. Όχι επειδή παλέψαμε και φάγαμε τα μούτρα μας.

Όχι. Πες το από φόβο. -σίγουρα από φόβο-. Πες το από δισταγμό. Από απογοήτευση. Ίσως και δειλία. Αφεθήκαμε σε τέτοιους πόνους. Κατανικηθήκαμε από αυτούς. Από προσωπική επιλογή. Αποποιηθήκαμε τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Άραγε, ζήσαμε τελικά;