Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου — ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ώ, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική — και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέτην αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά
(γι’ αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) — ώ μελαγχολία του απείρου – ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος δε χάθηκε ακόμα κι ότι ίσως έχουμε καιρό.
Άλλα ας αφήσουμε τις ελπίδες μας γι’ αύριο κι ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα όπως τα πρώτα μας δάκρυα — κι αργότερα έπρεπε να υποφέρω για να κρύβω τη μεγάλη αποστολή μου ώσπου στο τέλος αγάπησα κι αυτό το ωραίο δέντρο στον κήπο έτσι δεν ξέχασα ποτέ πως κάποιος πολύ σοβαρός λόγος με είχε
φέρει στη γη ενώ στο βάθος κάθε νύχτας μου υπάρχει ένα μυστικό που φοβάμαι να το ανακαλύψω. Υπερβολές, θα πείτε. Όμως γι’ αυτό θα ‘χουμε ιστορίες για όλο το χειμώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου