Το διήγημα ενός Ονείρου
Του Βαλάντη Γαούτση
Όταν το άρωμα του νυχτολούλουδου υπερισχύει
εκείνο του καπνού σου, ενόσω εσύ σε μια βεράντα
παλεύεις να καλύψεις έτσι τη μυρωδιά τής μοναξιάς σου,
τότε να ξέρεις πως, κάπου:
ένα Όνειρο, ροκανίζει τα δεσμά του,
αποφασισμένο να γίνει πραγματικότητα.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τί έχει να ζηλέψει κάθε Όνειρο απ΄την πραγματικότητα,
και θέλει να γίνει σαν και δαύτην.
Τόσος ζήλος πια για να μισηθείς;
Τα πάντα κι οι πάντες επιδιώκουν την εκθείαση και τη συμπάθεια,
και τα Όνειρα θα λέμε πως επιδιώκουν την καταστροφή τους;
Θέλω να πιστέψω, πως σχεδιάζουν κάτι.
Αλλιώς, ποια η ουσία να μοιάσεις στον εχθρό σου;
Δέχομαι με κλειστά τα μάτια να γίνω μέρος τού σχεδίου τους.
Άλλωστε, μια κρυφή περιέργεια για το
πώς είναι να είσαι πραγματικότητα, πάντα την είχα.
– Πολλοί πασχίζουν να κάνουν τα Όνειρα τους πραγματικότητα.
Εγώ αυτό το θεωρώ ωμή βία. –
Κάποτε, άκουσα για ένα Όνειρο που πραγματοποιήθηκε.
Ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα, τότε, όταν πραγματοποιήθηκε.
Την επομένη, μύριζε ο κόσμος νυχτολούλουδα.
Φύτρωσαν στον τάφο του και τον κάλυψαν ως απάνω.
Μόνο λίγα πέταλα απ΄τη βερβένα του Ελύτη,
ξεπετάγονταν για να σχηματίσουν το όνομα και την ημερομηνία
του χαμού εκείνου του Ονείρου.
Και ΄κείνο το κορίτσι απ΄τη βερβένα του Ελύτη πάλι, το μόλις κομμένο,
πέρναγε κάθε πρωί για να ποτίσει το μνήμα.
Ένας κύριος καθώς περνούσε,ρώτησε τ΄όνομά της,
κι εκείνη φοβισμένη, ενώ απομακρυνόταν, του αποκρίθηκε:
« Η πραγματικότητα μ΄ανάγκασε! »
Ο κύριος κοντοστάθηκε μπροστά στο μνήμα,
κι έκανε τα άνθη να δακρύσουν.
Αποφάσισα να ζυγώσω κι εγώ στο σημείο,
για να δω πιο καθαρά το γεγονός.
Τον παρατηρούσα, όσο εκείνος θλιμμένος κοίταζε το μνήμα.
Φορούσε ένα μπλε σακάκι.
Άοσμη, μα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα.
Τον χτύπησα απαλά στον ώμο.
Με κοίταξε, και τον ρώτησα τ΄ όνομά του. Μου απάντησε:
– «Μη Με Λησμόνει».
(Που να ΄ξερα κι εγώ, ποιον είχα μπροστά μου.)
Σα να μ΄αναγνώρισε, εκνευρισμένος, έστριψε να φύγει.
Προσπάθησα επίμονα να τον κρατήσω,
να τον ρωτήσω γιατί αυτή η συμπεριφορά,
κι εκείνος, όλο ξέφευγε νευρικά απ΄τα χέρια μου,
σπρώχνοντάς με μακριά του.
Επέμεινα, και χάνοντας την ψυχραιμία μου,
του φώναξα ζητώντας του το λόγο για όλα αυτά.
Τί γύρευε μπροστά στο μνήμα τού Ονείρου θλιμμένος,
γιατί το κορίτσι έτρεξε φοβισμένο φωνάζοντας
«η πραγματικότητα μ΄ανάγκασε!»,
μα κυρίως, γιατί είναι εκνευρισμένος μαζί μου,
και γιατί τέλος πάντων δε μου μιλά.
Μ΄ έσπρωξε ξανά μακριά του, μα το λόγο, μου τον είπε…
– « Δε μιλώ σε υποκριτές και δη δολοφόνους. »