Πρέπει να το ομολογήσω, υπήρξα ριψοκίνδυνος, γι αυτό κιόλας αγάπησα τον κόσμο – όμως γιατί ένιωθα ξένος, κι ολόκληρη η ζωή μου απόμακρη σαν να τη διαβάζω σ’ένα βιβλίο που κάποιος άλλος γυρίζει τις σελίδες, μόλις θυμάμαι μερικούς έρημους δρόμους, κάποια λόγια αμείλικτα και τις πόρτες να κλείνουν βιαστικά κάθε που είχαμε επισκέψεις (για να μην φανεί η εγκατάλειψη που μέσα της βυθιζόταν σιγά σιγά το σπίτι) – τελικά περιστοιχισμένος από τόσους αγγέλους πώς να κερδίσεις τα προς το ζην κι η νοσταλγία για κάτι που χάσαμε πριν ακόμη γεννηθούμε…
Kαι τις νύχτες γονάτιζα σε καμιά έρημη πάροδο και κοίταζα τ’αστρα με απόγνωση, “πού να πάω;” ρωτούσα – ένα βράδυ φάνηκε μια συντροφιά, ντράπηκα που ήμουν γονατιστός, έκανα πως ψάχνω, “αυτά τα αναθεματισμένα σπίρτα”, είπα δυνατά, αν είχε φως θα βλέπανε πως είχα γίνει κατακκόκινος. Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας…
*Τάσος Λειβαδίτης*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου